Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Σπίρτο, Ναπολέων Λαπαθιώτης

[Σπίρτο]

Μητσάκι μου, μου φαίνεται πως αδικείς το πνεύμα μου!
Δεν είμαι σπίρτο, φυσικά, σαν κάποιους από σας
- αλλ' έχω, καθώς τό 'νιωσες,πιστεύω κι απ' το γεύμα μου,
τίτλους λαμπρούς, οικόσημα, περγαμηνάς χρυσάς!

Πιστεύω να καμάρωσες τ' αρχοντικό σερβίτσιο μου,
και το μικρό μου το λακέ με την οικοστολή.
Όταν υπάρχουν όλ' αυτά και βρίσκεις και ψωλή,
το παραπάνω το μυαλό, τι να το κάνεις Μήτσο μου;...

Εφ' ω και σε χαιρέτησα
Αντώνα η σερέτισσα


(1933)

από το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου - τ.10, Ιούλ.1996
.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

Χαρτ Κρέην

H γέφυρα του Μπρούκλυν

Πόσα ξημερώματα, παγωμένα απ' το πλάγιασμα στα κύματα
τα φτερά του γλάρου θα βουτούν και ψηλά θα τον πηγαίνουν
σκορπώντας λευκούς κρίκους θορύβου, δημιουργώντας ψηλά
πάνω απ' τα νερά του αλυσοδεμένου κόλπου Ελευθερία.

Μετά μ' αβίαστη στροφή τα μάτια μάς αφήνουν
σαν οπτασίες ταξιδιών στη θάλασσα
σε μια σελίδα με εικόνες που φυλάξαμε
ώσπου ανελκυστήρες μας απορρίξουν απ' τη μέρα μας.

Σκέφτομαι τα σινεμά, τα φανταστικά τεχνάσματα
με κόσμο αμέτρητο να σκύβει στη λαμπρή οθόνη
τεχνάσματα αφανέρωτα που ξαναγίνονται γοργά
πάνω στην ίδια την οθόνη, μπροστά σε άλλα μάτια.

Κι εσύ, αντίκρυ στο λιμάνι με ασημένια βήματα
λες και ο ήλιος από σένα δανείστηκε το βήμα του,
άφησε όμως κάποια κίνηση αξόδευτη μες στο δικό σου βήμα -
Βαστώντας σιωπηλά τη δική σου Ελευθερία!

Μετ. Γιάννης Λειβαδάς

Γιάννης Βαρβέρης

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πιά που μπαίνει το Καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντος μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

Ραφαέλ Αλμπέρτι

ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer

Πρώλογος

Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ' το βέλασμα πριν απ' το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ' όνομα,
πριν απ' το χρόνο.

Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό...

Πρώτη ανάμνησι
...Ένα κομμένο κρίνο...
G.A.B.


Εβάδιζε μ' ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ' ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ' όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ' τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ' άστρα, με τα δέντρα και με τ' άνθος.
Ο μίσχος της, τ' ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι...

Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.

Δεύτερη ανάμνησι
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G.A.B.


Πιο πριν,
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ' αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τ' ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάτοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.

Τότε η συνάντησή μας.

Τρίτη ανάμνησι
...πίσω από τη βεντάλια
με τα χρυσά φτερά...
G.A.B.


Τα βαλς τ' ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σ' ένα βιβλίο η βιολέττα.
Όχι.
Είταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τ' αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλλες κι οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Είταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.

Και τότε, πίσω απ' τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φεγγάρι.

Μτφ: Τάκης Σινόπουλος

Άγγελος Σικελιανός

Γιάννης Κητς

"Κλώνος του Απόλλωνα το χέρι,
πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,
απλωμένος επάνω σας να φέρει
την αμβροσία, γαλήνη του παντός."

Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό το φωτεινό, στοχαζόμουν
να φτάνεις συντροφιά μου,
με το καράβι τ' αψηλό του Μέντορα, αραγμένο αργά
στην αγκαλιά της άμμου.

Δεμένοι με των εφήβων, που πέτονται με τους θεούς,
φτερουγιαστή φιλία,
προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, οπού ο καιρός
κι' ο λαός εκάμαν λεία,

τον άντρα ν' αντικρύσουμε, που και στην τρίτη γενεάν
ατάραχα εκυβέρνα,
και για ταξίδια ο λόγος του και γι' άγιες γνώμες μέστωνε
στα φρένα, όσον εγέρνα.

Στης τριέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,
και τη θυσία παρέκει,
ν' ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του
σα βούισε το πελέκι,

την αργογύριστη ματιά, τη μαυροτσίνορη, άξαφνα
στα σκότη πνίγοντάς τη,
με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,
περίχρυσο που επλάστη.

Τ' απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό
η αγάπη μου λογιάστη,
σύντας γυμνό θα σ' έλουζε και μ' όμορφο θα σ' έντυνε
χιτώνα η Πολυκάστη.

Να σε ξυπνώ, στοχάζομουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,
σύντας αυγή χαράξει,
την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει
το φωτεινόν αμάξι'

κι' ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,
οπού έρχεται και πάει,
να κυβερνάμε τ' άλογα, οπού όλο σειούνε το ζυγό
στόνα και στ' άλλο πλάι.

Μα πιότερο εστοχάζομουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,
που τάχες σαν αλάφι,
στου Μενελάου τα δώματα θ' αποξεχνιώνταν στο χαλκό
και στο λαμπρό χρυσάφι

και θα τηράγανε άσειστα, βυθίζοντας τα σε βυθόν
αγύριστο στη μνήμη,
τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ' άσπρο φίλντισι,
το ιστορισμένο ασήμι.

Στοχάζομουν, σα σκύβοντας στ' αυτί θα σούλεγα μ' αργή
φωνή χαμηλωμένη:
"Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,

αγνάντια μας θα να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας,
και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας".

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός, όμως ποιοι μ' έφεραν σε σε
χορταριασμένοι δρόμοι!
Τα πύρινα εκατόφυλλα που σόστρωσα στον τάφο σου,
κι' ανθεί για σένα η Ρώμη,

μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά
που αδρά κι' αρματωμένα
σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κυττάς τα ακέρια κι' ως κυττάς
βουλιάζουνε χαμένα -

κι' όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα
να πίθωνα μπροστά σου,
τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα -
και στη νεκρή ομορφιά σου

μια προσωπίδα ωσάν αυτή που σκέπασε των Αχαιών
το βασιλιά αποκάτου,
ολόχρυση και ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί
στο αχνάρι του θανάτου!

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Κερδίζω, συνεχίζω




Η αντιγραφή δεν αποτελεί συνιδιοκτησία
και δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα.

Γι αυτό από εδώ αντιγράφετε ελεύθερα.

Πάουλ Τσελάν

Γράμμα και ρολόι

Κερί,
για να σφραγίσεις το Άγραφο,
που θα μαντέψει τ' όνομά σου,
που κρυπτογραφεί
τ' όνομά σου

θά 'ρθεις τώρα, φως συ που πλέεις;

Δάχτυλα, κι αυτά από κερί,
περασμένα
σε άγνωστους, κρίκους οδυνηρούς.
Και τ' άκρα τους λιώνουν.

Θά 'ρθεις, φως εσύ που πλέεις;

Kενές από χρόνο οι κερήθρες της ώρας,
μέλισσες χίλιες, γαμήλιο σμήνος έτοιμο
για ταξίδι.

Έλα, φως εσύ που πλέεις.

μτφ: Μηνάς Δημάκης

Σαπφώ

Ίδιος θεός μου φαίνεται εκείνος εκεί ο άντρας
που απέναντί σου κάθεται,
κι από κοντά το γλυκομίλημά σου
ακούει

και τ' όμορφο το γέλιο σου,
τούτο που την καρδιά μου, αληθινά, ταράζει μες στα στήθη'
όταν για λίγο σε κοιτώ, μήτε φωνή μήτε μια λέξη
βγάζω,

καθώς η γλώσσα μου έχει παγώσει στη σιωπή
κι ευθύς, κάτω απ' το δέρμα μου, μικρή φωτιά χυμάει.
Τα μάτια μου δεν βλέπουν τίποτε, βουίζουνε
τ' αυτιά μου,

κι ιδρώτα χύνει το κορμί' ολόκληρη ένα τρέμουλο
μ' αδράχνει, πιο πράσινη κι απ' το γρασίδι γίνομαι
και φαίνομαι απ' το θάνατο λίγο εγώ ν' απέχω,
με σαλεμένα τα μυαλά.

Μετ. Γεωργία Παπαδάκη

Νίκος Καββαδίας

Γράμμα ενός Αρρώστου

Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ' εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις.
Δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μι' απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

Αθηνά Παπαδάκη

Το άσπρο χαρτί αποτελεί την πιο ερωτική στιγμή της πίστεως. Η αμηχανία απέναντι σε τούτη την παρθενικότητα, θα τα πεις όλα, ναι ή όχι;

Αγγίζεις, το αποτύπωμα των χεριών σου θ' ακουμπήσει και τα δάκτυλα του παραλήπτη. Η ανάγκη της σωματικής επαφής. Η λευκή σελίδα, συχνά μαγική, κουβαλάει αόρατα στίγματα όπως την αναπνοή, το άρωμα, τον καπνό απ' το τσιγάρο σου. Μπορεί ο αποδέκτης να τα νιώσει. Η γραμμένη κόλλα κάποτε φέρνει την προσωπική σου ταυτότητα περισσότερο κι από την υπογραφή.

Σκέφτεσαι, στα μάτια σου στιγμιαία εμφανίζεται φίλος ή εχθρός, θα του αφιερώσεις ένα τμήμα του εαυτού μα και της μνήμης σου. Στη γραφή βασιλεύει η μνήμη, επώδυνη τις πιο πολλές φορές, απαιτεί να γεφυρώσεις ή να γκρεμίσεις την απόσταση.

Ακολουθεί η διαδικασία του κειμένου, είσαι με τεκμήρια ο υπερασπιστής του. Αν δεν σε χαρακτηρίζει η προνοητικότητα, μπορεί να εξελιχθεί σε μελλοντικό εχθρό. Ύστερα η καλλιγραφία, αποτελεί πνευματική ομορφιά, έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την κατανόηση του κειμένου. Η αισθητική των ψηφίων δίνει στο σύνολο του λόγου ένα κύρος, ακόμα κι αν ηχεί κενός. Διπλώνεις στο τέλος την κόλλα, η κίνηση ανήκει στην άμυνα του κρυφού. Κλείνεις τα υπάρχοντά σου, πλούσια ή φτωχά, εσύ γνωρίζεις. Ανοίγεις ή σταματάς το διάλογο με το αλλού.

Μιχάλης Κατσαρός

Δίπτυχον για τον Γεώργιο Σεφέρη

Τα ελληνικά ποιήματα
απ' το τριάντα - τι πάθος
Τη ζωή μας πήραμε -
Το λάθος ήτο η επιστροφή
Εκείνο το χαμένο δείλι.

Την γλώσσα του Απρίλη
δεν εννοεί - κανείς
κι' οι φίλοι - ο Τσίρκας
κι' αιγύπτιοι άλλοι
μεγάλη απαντοχή
Και η απάντηση
π' άργησε να 'ρθεί.

Μίλτος Σαχτούρης

Τα περιστέρια του νεκρού

Στον Οδυσσέα Ελύτη

Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μεσ' στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς

Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου

Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ' άλλα πουλιά
ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου

Μανόλης Αναγνωστάκης

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ 2

Σε ακούω από μακριά, μέσα από το βάθος ενός κοχυλιού.
Στην πιο γλυκιά γωνιά του σπιτιού μου, σε φέρνω, και σαν διάττοντας αστέρας,
καλύπτεις το ημερολόγιο των εποχών.
Άλλες φορές έρχεσαι στον καφέ της Κυριακής, και ξεφυλλίζεις πρωινές εφημερίδες.
Το ξέρω ότι λαγοκοιμάσαι, αλλά καταφέρνω να σε ανταμώνω, σε μια δροσοσταλίδα, στο μπαλκόνι με τα λούλουδα και τον καπνό του τσιγάρου.
Όμως τα βράδια, γίνεσαι φεγγίτης, κρασί, πατημασιά και ιδρώτας.
Το μέσα πρόσωπο που λάμπει.

Παίζουμε την οδύνη μέσα σε δυο πακέτα τσιγάρα ολοκαίνουργια

Αλέξανδροs Ίσαρης

RAINER MARIA RILKE

Άπλωσες τις φτερούγες σου
Και φάρδυνες αλλόκοτα
Εσύ που χρόνια φορούσες προσωπεία
Στα όρια του Τρομερού και του Μοιραίου
Που αγάπησες τις θάλασσες όσο κανείς
Που έκοβες σαν ασημόχαρτο τα πρωινά
Και μάτωνες τις νύχτες με μεγάλες χαρακιές.

Στεφανωμένος από όνειρα
Μισός νερό μισός αερικό
Κρυστάλλινος και μελαγχολικός
Βρέθηκες να περπατάς σε πίνακες του Γκρέκο
Στου Ντουίνο τα κοφτερά λεπίδια
Μέσα στα δάση με το κεφάλι σου
Φουρτουνιασμένο από λόγια ανήκουστα.

Έψαχνες στον έρωτα βα βρεις το φως
Μα βρήκες απανθρακωμένα συναισθήματα
Σκάλιζες σαν τον Ροντέν τα πρόσωπα
Κι έβγαζες λύπη, πόνο και λυγμούς.
Γύρεψες στις πόλεις του Βορρά, της Αφρικής,
Της Δύσης και του Νότου
Τους αγγέλους που αλλάζουν χρώματα και σχήμα.
Το χρόνο που γυρνά γυμνός μ' ένα δρεπάνι.

Στην ποίηση βρήκες καράβι πλουμιστό
Κάθισες μαζί με τους ληστές και τους αγίους
Και τις αλαφροΐσκιωτες ψυχές.

Μίλησες μ' αυτόχειρες και σκοτωμένους
Κι έφυγες προς τον ουρανό
Γλιστρώντας στο ουράνιο τόξο του μεσημεριού.


Στον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη, αντίδωρο

Στον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη, αντίδωρο
για τη συγκίνηση που μας δωρίζουν
τα πικρά του ποιήματα


Πάει το παλιό θέατρο
το κατεδάφισαν Και το ωραίο
σινεμά
στο πλάι του
με τ' απαλά βελούδινα καθίσματα
και τον ήχο εκείνο το βαθύ
του κώδωνος
σημείον
πως
τα όνειρα-οσονούπω-
εκκινούν
αρχίζουν.

Πελώριο
τάνκερ ξενερίζει
όλο τσιμέντο τώρα το καινούργιο
σούπερ μάρκετ.
Και είσαι μικρός
ανίσχυρος μπροστά του'
φάντασμα που τρέχει
να ξεφύγει.

Και το τσίρκο
να σου παίρνει το μυαλό:
οι κλόουν η μπάντα
το κανόνι...
Τίγρεις,
ελέφαντες ρημάζουν
το μικρό σου περιβόλι.
Άλογα
με χάμουρα χρυσά λοφία κόκκινα
τον μυστικό ροδώνα σου
ποδοπατούν.

Δεν ξεχωρίζεις πια
την ευλογία απ' την κατάρα.
Ένας χασάπης δίπλα σου μετράει
μάτσο τα χιλιάρικα.
Μην είναι -λέω- το πετσί μας
Ποιητή;
Στήθος
που λίγο-λίγο οι πληγές του
το προδίδουν;