Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Φρανκ Ο' Χάρα, Στον Γκότφριντ Μπενν


H ποίηση δεν είναι όργανα
που λειτουργούν κάποιες φορές
έπειτα σ' εγκαταλείπουν
με τα γηρατειά σου γελούν
μεθούν με τα νιάτα σου
η ποίηση είναι κομμάτι σου

σαν το σθένος ενός έθνους
στον πόλεμο κινείται γοργά
στης άμυνας την πρόκληση ή της επίθεσης
δύναμη ξέφρενη
ένα ένστικτο για αυτο-διακήρυξη

όπως των εθνών τα λάθη της απορροφούνται
μέσα στην έξαψη πλευρών και γωνιών
πολεμώντας το κενό των κύκλων
μια συμπάγεια ελαττωματικών τοποθεσιών
τα έθνη πάνε απ' το κακό στο χειρότερο

λαθεμένα όμως δεν φανερώνονται
μέσα στης τραγωδίας το παγκόσμιο φως

Μετ. Γιάννης Λειβαδάς

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Σπίρτο, Ναπολέων Λαπαθιώτης

[Σπίρτο]

Μητσάκι μου, μου φαίνεται πως αδικείς το πνεύμα μου!
Δεν είμαι σπίρτο, φυσικά, σαν κάποιους από σας
- αλλ' έχω, καθώς τό 'νιωσες,πιστεύω κι απ' το γεύμα μου,
τίτλους λαμπρούς, οικόσημα, περγαμηνάς χρυσάς!

Πιστεύω να καμάρωσες τ' αρχοντικό σερβίτσιο μου,
και το μικρό μου το λακέ με την οικοστολή.
Όταν υπάρχουν όλ' αυτά και βρίσκεις και ψωλή,
το παραπάνω το μυαλό, τι να το κάνεις Μήτσο μου;...

Εφ' ω και σε χαιρέτησα
Αντώνα η σερέτισσα


(1933)

από το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου - τ.10, Ιούλ.1996
.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

Χαρτ Κρέην

H γέφυρα του Μπρούκλυν

Πόσα ξημερώματα, παγωμένα απ' το πλάγιασμα στα κύματα
τα φτερά του γλάρου θα βουτούν και ψηλά θα τον πηγαίνουν
σκορπώντας λευκούς κρίκους θορύβου, δημιουργώντας ψηλά
πάνω απ' τα νερά του αλυσοδεμένου κόλπου Ελευθερία.

Μετά μ' αβίαστη στροφή τα μάτια μάς αφήνουν
σαν οπτασίες ταξιδιών στη θάλασσα
σε μια σελίδα με εικόνες που φυλάξαμε
ώσπου ανελκυστήρες μας απορρίξουν απ' τη μέρα μας.

Σκέφτομαι τα σινεμά, τα φανταστικά τεχνάσματα
με κόσμο αμέτρητο να σκύβει στη λαμπρή οθόνη
τεχνάσματα αφανέρωτα που ξαναγίνονται γοργά
πάνω στην ίδια την οθόνη, μπροστά σε άλλα μάτια.

Κι εσύ, αντίκρυ στο λιμάνι με ασημένια βήματα
λες και ο ήλιος από σένα δανείστηκε το βήμα του,
άφησε όμως κάποια κίνηση αξόδευτη μες στο δικό σου βήμα -
Βαστώντας σιωπηλά τη δική σου Ελευθερία!

Μετ. Γιάννης Λειβαδάς

Γιάννης Βαρβέρης

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πιά που μπαίνει το Καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντος μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

Ραφαέλ Αλμπέρτι

ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer

Πρώλογος

Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ' το βέλασμα πριν απ' το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ' όνομα,
πριν απ' το χρόνο.

Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό...

Πρώτη ανάμνησι
...Ένα κομμένο κρίνο...
G.A.B.


Εβάδιζε μ' ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ' ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ' όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ' τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ' άστρα, με τα δέντρα και με τ' άνθος.
Ο μίσχος της, τ' ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι...

Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.

Δεύτερη ανάμνησι
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G.A.B.


Πιο πριν,
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ' αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τ' ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάτοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.

Τότε η συνάντησή μας.

Τρίτη ανάμνησι
...πίσω από τη βεντάλια
με τα χρυσά φτερά...
G.A.B.


Τα βαλς τ' ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σ' ένα βιβλίο η βιολέττα.
Όχι.
Είταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τ' αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλλες κι οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Είταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.

Και τότε, πίσω απ' τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φεγγάρι.

Μτφ: Τάκης Σινόπουλος

Άγγελος Σικελιανός

Γιάννης Κητς

"Κλώνος του Απόλλωνα το χέρι,
πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,
απλωμένος επάνω σας να φέρει
την αμβροσία, γαλήνη του παντός."

Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό το φωτεινό, στοχαζόμουν
να φτάνεις συντροφιά μου,
με το καράβι τ' αψηλό του Μέντορα, αραγμένο αργά
στην αγκαλιά της άμμου.

Δεμένοι με των εφήβων, που πέτονται με τους θεούς,
φτερουγιαστή φιλία,
προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, οπού ο καιρός
κι' ο λαός εκάμαν λεία,

τον άντρα ν' αντικρύσουμε, που και στην τρίτη γενεάν
ατάραχα εκυβέρνα,
και για ταξίδια ο λόγος του και γι' άγιες γνώμες μέστωνε
στα φρένα, όσον εγέρνα.

Στης τριέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,
και τη θυσία παρέκει,
ν' ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του
σα βούισε το πελέκι,

την αργογύριστη ματιά, τη μαυροτσίνορη, άξαφνα
στα σκότη πνίγοντάς τη,
με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,
περίχρυσο που επλάστη.

Τ' απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό
η αγάπη μου λογιάστη,
σύντας γυμνό θα σ' έλουζε και μ' όμορφο θα σ' έντυνε
χιτώνα η Πολυκάστη.

Να σε ξυπνώ, στοχάζομουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,
σύντας αυγή χαράξει,
την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει
το φωτεινόν αμάξι'

κι' ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,
οπού έρχεται και πάει,
να κυβερνάμε τ' άλογα, οπού όλο σειούνε το ζυγό
στόνα και στ' άλλο πλάι.

Μα πιότερο εστοχάζομουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,
που τάχες σαν αλάφι,
στου Μενελάου τα δώματα θ' αποξεχνιώνταν στο χαλκό
και στο λαμπρό χρυσάφι

και θα τηράγανε άσειστα, βυθίζοντας τα σε βυθόν
αγύριστο στη μνήμη,
τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ' άσπρο φίλντισι,
το ιστορισμένο ασήμι.

Στοχάζομουν, σα σκύβοντας στ' αυτί θα σούλεγα μ' αργή
φωνή χαμηλωμένη:
"Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,

αγνάντια μας θα να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας,
και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας".

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός, όμως ποιοι μ' έφεραν σε σε
χορταριασμένοι δρόμοι!
Τα πύρινα εκατόφυλλα που σόστρωσα στον τάφο σου,
κι' ανθεί για σένα η Ρώμη,

μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά
που αδρά κι' αρματωμένα
σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κυττάς τα ακέρια κι' ως κυττάς
βουλιάζουνε χαμένα -

κι' όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα
να πίθωνα μπροστά σου,
τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα -
και στη νεκρή ομορφιά σου

μια προσωπίδα ωσάν αυτή που σκέπασε των Αχαιών
το βασιλιά αποκάτου,
ολόχρυση και ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί
στο αχνάρι του θανάτου!